Έχω τη τιμή, να φιλοξενήσω στο blog μου, ένα υπέροχο, και αρκετά καλογραμμένο, κατά την άποψη μου, κείμενο. Έχει γραφτεί από τη blogger, Δανάη Καρδαρά, η οποία είναι ιδιοκτήτρια του site Artville.
Το Artville, περιέχει διάφορες κατηγορίες, όπως: Θέατρο, Λογοτεχνία, Κινηματογράφος, Μουσική, Τα καθημερινά κ.α. Θεωρώ ότι είναι μία αξιόλογη προσπάθεια, τόσο για την αυτοβελτίωση του ίδιου του αναγνώστη, αλλά όσο και στο να εντρυφήσει στις τέχνες και τον πολιτισμό.
Ας την απολαύσουμε λοιπόν!
Η παύση
Ήταν περασμένες 2 όταν ο Άρης αποφάσισε να τα παρατήσει και να κλείσει τον υπολογιστή. Ήτανε γελοίο. Είχε χαλαλίσει περίπου τρεις ώρες μπροστά από την οθόνη για να γράψει ίσα με πέντε προτάσεις. Πέντε κακές προτάσεις, που όταν τις διάβασε φωναχτά, του’ρθε να βάλει τις φωνές και να κρύψει για λίγο την ντροπή του κάτω απ’τα σκεπάσματα.
Το γραφείο του έμοιαζε σαν βομβαρδισμένο: το τασάκι ήταν γεμάτο από αποτσίγαρα, το μπουκάλι με το κρασί είχε κιόλας αδειάσει και κόλλες Α4 ήταν σκορπισμένες παντού. Με τέτοιαν ακαταστασία, συλλογίστηκε, θα’πρεπε να’χa γράψει τουλάχιστον τρεις αριστουργηματικές παραγράφους ντοστογιεφσκικού επιπέδου. Λοιπόν, άνθρακες ο θησαυρός. Ήταν πλέον επίσημο γι’αυτόν πως το μυαλό του δε θα κατέβαζε καμιά ιδέα της προκοπής εκείνο το βράδυ.
Το κινητό του το είχε για ώρες στο αθόρυβο. Αναρωτήθηκε αν τον είχε γυρέψει κανείς… επίμονα. Εντάξει, η αλήθεια είναι πως δεν ενδιαφερόταν για τον «καθέναν», αλλά μόνο για εκείνη. Το μυαλό του σκάρωσε στα γρήγορα ένα σεναριάκι που τον ευχαριστούσε πολύ: η Άννα να του’χε τηλεφωνήσει, λέει, δυο – τρεις φορές κι αφού δεν μπόρεσε να τον βρει, να του’στειλε και κάποιο μήνυμα. «Ξέρεις, να, δεν μπορώ να σε βρω στο τηλέφωνο. Μάλλον είσαι απασχολημένος. Θα ήταν ωραία να βρισκόμασταν απόψε. Μου’χεις λείψει και το φεγγάρι είναι όνειρο.» Βέβαια, αν ήθελε να’ναι ειλικρινής, δεν είχε ιδέα αν έλεγε τίποτα το φεγγάρι εκείνο το βράδυ. Απ’την άλλη θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως το φεγγάρι είναι πάντοτε ωραίο – ανεξαρτήτως των συνθηκών.
Θα’βγαινε για μια βόλτα. Το κρασί τον είχε ελαφρώς ζαλίσει, μα το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να χωθεί στο κρεβάτι του και να παραδοθεί στις σκέψεις του και σε έναν ύπνο με ταραγμένα, ασυνάρτητα όνειρα. Πόσο τα είχε βαρεθεί όλα αυτά! Νοσταλγούσε την ‘’παλιά’’ του ζωή κι ας μην είχαν περάσει ούτε δυο μήνες από τότε. Περνούσε καλά με την Άννα και ιδίως… ένιωθε εντάξει μαζί της. Πραγματικά εντάξει. Είχε το χάρισμα ή την ικανότητα και του πρόσφερε μια καταπληκτική αίσθηση ειρήνης – κάτι που δεν είχε ξανασυναντήσει ποτέ άλλοτε. Αισθανόταν ασφαλής μαζί της. Ήταν κάτι το απίστευτο. Έτσι ένιωθε κι αυτή ή τουλάχιστον αυτό του εκμυστηρευόταν κατά καιρούς.
Οι δρόμοι ήταν αδειανοί. Λογικό. Ήταν, εξάλλου, καθημερινή και οι περισσότεροι άνθρωποι, κατά πάσα πιθανότητα, ήδη κοιμόντουσαν. Όσο για τον ίδιο… δεν είχε τη διάθεση να χωθεί στο πρώτο μπαρ που θα έβρισκε, να πιει μερικά ποτά για να γίνει τυφλά και να γυρίσει στο σπίτι του να κοιμηθεί μέχρι το απόγευμα της επομένης. Σε καμία των περιπτώσεων. Προτιμούσε απλώς να τριγυρνά έτσι χωρίς σκοπό, σε όλα εκείνα τα μέρη και τα σοκάκια που ονειρευόταν πως μια μέρα θα της έδειχνε. Να, εδώ θα της άρεσε σίγουρα της Άννας, σκέφτηκε όταν έφτασε σε μια πλατεία με πέτρινα παγκάκια ολόγυρα, πολλά δέντρα και παρτέρια με κατακόκκινα λουλούδια. Το κόκκινο ήταν το χρώμα της. Κάθισε σ’ένα παγκάκι και άναψε ένα τσιγάρο. Ένας αδέσποτος σκύλος στάθηκε παραδίπλα προσοχή, σαν να ήταν προσωπικός του φρουρός. «Τιμή μου,» του μουρμούρισε ο Άρης και ο σκύλος ξεκίνησε να κουνάει σαν τρελός την ουρά του.
Τα διαλείμματα συνέβαιναν στις σχέσεις. Οι παύσεις. Τον Άρη δεν τον τρόμαζε, ωστόσο επενέβαινε δραστικά ο συναισθηματικός παράγοντας: η αίσθηση της απουσίας κυρίως. Να θέλει να της τηλεφωνήσει για ένα επεισόδιο που είδε και του άρεσε πολύ, για κάτι παράξενο που του συνέβη κάποια μέρα, να θέλει να της στείλει κάποια φωτογραφία που του θύμισε τους δυο τους. Αυτό ήταν όλο. Θεωρητικά μπορούσε και να της τηλεφωνήσει και να της στείλει μήνυμα. Δεν υπήρχε κανένας ρητός κανόνας που να του το απαγόρευε, αλλά κάτι κλωτσούσε μέσα του. Θα ήταν σαν να παρέβλεπε τα νοητά όρια που υπήρχαν τώρα ανάμεσά τους. Χώρος και χρόνος χρειάζονταν πάντοτε σε όλους τους ανθρώπους ανάλογα με τις περιστάσεις. Δεν ήθελε να χειροτερέψει τα πράγματα.
Κοίταξε ψηλά στον ουρανό για να δει το φεγγάρι. Δεν είχε πανσέληνο λοιπόν. Ήταν ένα απλό μισοφέγγαρο, μα όμορφο και λαμπερό. Σίγουρα θα της άρεσε. Ήξερε πως σύντομα (τι σήμαινε ωστόσο ‘’σύντομα’’; Ο χρόνος ήταν τόσο σχετικός) θα ήταν ξανά μαζί και κανείς από τους δυο τους δε θα τα θυμόταν όλα αυτά. Θα περνούσαν ατέλειωτες ώρες στο κρεβάτι, η Άννα θα δοκίμαζε καινούριες συνταγές και θ’αποτύγχανε στις περισσότερες και κάθε πρωί εκείνος θα κοιμόταν βαριά, ασφαλής πια και προσπαθώντας να αναπληρώσει για όλα κείνα τα βράδια που πέρασε με την σκέψη της, ενώ εκείνη θα πάσχιζε να τον ξυπνήσει φορώντας κάποιο σατέν νυχτικό και φέρνοντας σε νεράιδα.
Κάποτε πήρε το δρόμο του γυρισμού. Όταν πέρασε μπροστά από έναν τηλεφωνικό θάλαμο, κοντοστάθηκε. Θυμήθηκε τον Χαραλαμπίδη στα «Φτηνά Τσιγάρα». Θυμήθηκε, ιδίως, μιαν ατάκα του που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, περίμενε όλη του τη ζωή για να τη ξεστομίσει. «Άσε με να σου αποδείξω ότι δεν είμαι ο άντρας της ζωής σου.» Εκείνος θα μπορούσε πάντοτε να την πει λίγο παραλλαγμένη, αν όχι έτσι ακριβώς. «Άσε με να σου αποδείξω ότι αξίζω να είμαι στο πλάι σου,» ή «Άσε με να σου αποδείξω ότι μπορώ να διαχειριστώ όλα αυτά που σε πληγώνουν».
Όταν έπεσε στο κρεβάτι, μια τελευταία σκέψη πλανήθηκε στο μυαλό του.
Φαντάσου να’χε συννεφιά και να μη φαινότανε καν το φεγγάρι. Αυτό θα ήταν μια κάποια ατυχία.
Όλα τα πνευματικά δικαιώματα, ανήκουν στη συγγραφέα του κειμένου!
Πολύ ωραίο,μπράβο Γιώργο!
Ευχαριστώ πολύ, Γεωργία!🙏